- φάληρος
- -ον, Αιων. τ. βλ. φαλαρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φάληρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάληροι — Φάληρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριφάληρος — ον, Α περικεφαλαία με τρεις φάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάληρος (< φάλος «εξάρτημα τής περικεφαλαίας» + παρέκταση ηρ ), βλ. λ. τετρα φάληρος] … Dictionary of Greek
φάλαρος — α, ον, και φαλαρός, ά, όν, και ιων. τ. φάληρος, ον, Α (δωρ. τ.) 1. αυτός που είναι ολόκληρος ή σε ένα σημείο του λευκός («κύων ὁ φάλαρος», Θεόκρ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Φάλαρος α) όνομα κριού β) μυθ. γιος τού Άλκωνος και εγγονός τού… … Dictionary of Greek
bhel-1, bhelǝ- — bhel 1, bhelǝ English meaning: shining, white Deutsche Übersetzung: “glänzend, weiß”, also von weißlichen Tieren, Pflanzen and Dingen, as Schuppen, Haut etc Note: to bhü 1 standing in the same relationship, as stel to stü… … Proto-Indo-European etymological dictionary
Ionia (Griechenland) — Stadtgemeinde Ionia (1989–2010) Δήμος Ιωνίας (Ιωνία) … Deutsch Wikipedia
Phaléros — PHALÉROS, i, Gr. Φαληρὸς, ου, Alkons Sohn, nach einigen, von Athen. Hygin. Fab. 14. Nach andern soll er des dasigen Königes Erechtheus Sohn gewesen seyn. Schol. Apollon. l. I. 97. Jedoch machen ihn einige nur erst zu dessen Enkel und zu Pandors… … Gründliches mythologisches Lexikon
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
φαλήριον — τὸ, Α [φάληρος / φάλαρος] το φυτό φαλαρίδα … Dictionary of Greek